ρίβος

ρίβος
ο, Ν
βοτ. βλ. ρίβης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λαγοκερασιά — η κοινή ονομασία τών ειδών τού γένους ρίβος …   Dictionary of Greek

  • ρίβης — και ρήβης και ρίβος, ο, Ν βοτ. επιστημονική ονομασία τού γένους τών φραγκοστάφυλων. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. ribes < νεολατ. ribes < αραβ. rībās «ρήο»] …   Dictionary of Greek

  • ριβήσιο — (ribes). Γένος φυτών της οικογένειας των σαξιφραγιδών, με 150 είδη, που ευδοκιμούν στις ψυχρές και εύκρατες περιοχές της Ευρώπης, της Ασίας και της Β. Αμερικής* Είναι μικροί θάμνοι, που φυτρώνουν σε κήπους, καθώς και στους φράχτες, στα δάση, σε… …   Dictionary of Greek

  • φραγκοστάφυλο — το, Ν στον πληθ. τα φραγκοστάφυλα κοινή ονομασία τών ειδών τού γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών ρίβος, που ανήκει στην οικογένεια γκρουσουλαριίδες, αλλ. λαγοκερασιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < φραγκο (βλ. λ. Φράγκος) + σταφύλι] …   Dictionary of Greek

  • φραγκοσταφυλιά — η, Ν βοτ. κοινή ονομασία τών φυτών τού γένους ρίβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φραγκοστάφυλο + κατάλ. ιά (πρβλ. μουρ ιά)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”